- Μινῴα
- Μῑνώϊα , Μινώιοςneut nom/voc/acc plΜῑνῴᾱ , Μινώιοςfem nom/voc/acc dual (attic)Μῑνῴᾱ , Μινώιοςfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μινώα — Μινώᾱ , Μινώη fem nom/voc/acc dual Μινώᾱ , Μινώη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μινώα — Ονομασία πολλών αρχαίων πόλεων και ενός νησιού, που προέρχεται από τον μυθικό βασιλιά Μίνωα. 1. Λιμάνι και πηγή της Σίφνου. 2. Πόλη της Κρήτης κοντά στα Χανιά. 3. Πόλη της Κρήτης κοντά στην αρχαία πόλη Ιστρώνα. 4. Πόλη της Σικελίας, που αργότερα… … Dictionary of Greek
Μινῴᾳ — Μῑνώϊαι , Μινώιος fem nom/voc pl Μῑνῴᾱͅ , Μινώιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίνωα — Μί̱νω̆α , Μίνως masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μινώας — Μινώᾱς , Μινώη fem acc pl Μινώᾱς , Μινώη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Миноя — (Μινώα) название нескольких островов и городов в древности: 1) остров в Сароническом заливе, соединенный мостом с Скиронским мысом и вместе с ним замыкавший Низейскую гавань; 2) одно из названий Пароса (см.); 3) укрепленный город с гаванью в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Μινώαν — Μινώᾱν , Μινώη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
νίσος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πανδίονα, ιδρυτής του επίνειου των Μεγάρων, Νισαία. Ήταν αδελφός του Αιγέα, του Λύκου και του Πάλλαντα. Όταν ο Μίνως είχε καταλάβει όλη τη Μεγαρίδα, ο Ν. κατέφυγε στη Νισαία. Σ’υμφωνα με τον μύθο, καθώς τα… … Dictionary of Greek